- παγοδρομικός
- η , ό[ν] конькобежный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοδρομία ή στον παγοδρόμο («παγοδρομικοί αγώνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
παγοδρομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, ανήκει, έχει σχέση με την παγοδρομία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)